πορφυρώδης

πορφυρώδης
πορφῠρ-ώδης, ες,
A = πορφυροειδής, EM486.46, v.l. in Artem.2.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πορφυρώδης — ες, Α [πορφύρα] ο πορφυροειδής …   Dictionary of Greek

  • πορφυρώδη — πορφυρώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πορφυρώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πορφυρώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”